κυκλωνίτης

κυκλωνίτης
ο
χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση που είναι ισχυρή εκρηκτική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. cyclonite < cyclo-trimcthylene-trinitramine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουροτροπίνη — Ονομασία με την οποία δηλώνεται στη φαρμακολογία η εξαμεθυλενοτετραμίνη, οργανική ένωση, χημικού τύπου (CH^6N4 στο μόριό της περιέχει έξι μεθυλικές ρίζες (= CHz) που συνδέονται με τέσσερα άτομα αζώτου. Την παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Μπούτλερωφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”